- προκαταληπτικός
- προκατα-ληπτικός, ή, όν,A preventive,
ὀφθαλμίας Gal.12.780
, cf. Orib.Fr.107, Aët.7.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀφθαλμίας Gal.12.780
, cf. Orib.Fr.107, Aët.7.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαταληπτικός — ή, όν, Α [προκαταλαμβάνω] προφυλακτικός … Dictionary of Greek
προκαταληπτικά — προκαταληπτικός preventive neut nom/voc/acc pl προκαταληπτικά̱ , προκαταληπτικός preventive fem nom/voc/acc dual προκαταληπτικά̱ , προκαταληπτικός preventive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταληπτικόν — προκαταληπτικός preventive masc acc sg προκαταληπτικός preventive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)